ἀπροστάτευτος — without a leader masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροστάτευτος — η, ο (AM ἀπροστάτευτος, ον) αυτός που δεν προστατεύεται, ο ανυπεράσπιστος νεοελλ. (για τόπο) ανοχύρωτος, αφρούρητος … Dictionary of Greek
ἀπροστάτευτον — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem acc sg ἀπροστάτευτος without a leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροστατεύτοις — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροστατεύτους — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροστατεύτων — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροστατεύτῳ — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροστάτευτα — ἀπροστάτευτος without a leader neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροστάτευτοι — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσκεπος — η, ο (AM ἄσκεπος, ον) 1. ο ακάλυπτος 2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του αρχ. ο απροστάτευτος … Dictionary of Greek