απροστάτευτος

απροστάτευτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει προστάτη: Έμειναν τα δυο τους παιδιά απροστάτευτα.
2. αυτός που δεν έχει οχυρώματα: Τα σύνορα της χώρας σε μερικά σημεία ήταν απροστάτευτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπροστάτευτος — without a leader masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροστάτευτος — η, ο (AM ἀπροστάτευτος, ον) αυτός που δεν προστατεύεται, ο ανυπεράσπιστος νεοελλ. (για τόπο) ανοχύρωτος, αφρούρητος …   Dictionary of Greek

  • ἀπροστάτευτον — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem acc sg ἀπροστάτευτος without a leader neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροστατεύτοις — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροστατεύτους — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροστατεύτων — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροστατεύτῳ — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροστάτευτα — ἀπροστάτευτος without a leader neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροστάτευτοι — ἀπροστάτευτος without a leader masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσκεπος — η, ο (AM ἄσκεπος, ον) 1. ο ακάλυπτος 2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του αρχ. ο απροστάτευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”